- ποθοῦντες
- ποθέωlong forpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοπαθώ — ξενοπαθῶ, έω (Α) ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῡντες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ] … Dictionary of Greek
ЗИНОН И ЗИНА — [греч. Ζήνων κα Ζήνας (Ζηνᾶς)] († 286 или 305), мученики Филадельфийские (Аравийские) (пам. 22 июня; пам. зап. 23 июня). Согласно Мученичеству, составленному неизвестным автором на греч. языке (BHG, N 1887), воин З. из сел. Зизиун в Палестине по… … Православная энциклопедия